- μασκάρεμα
- το [μασκαρεύω]το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεσηνεοελλ.γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασκάρεμα — το 1. το να φορά κανείς μάσκα, η μεταμφίεση. 2. το μασκαραλίκι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταμφίεση — η (Μ μεταμφίεσις και μεταμφίασις) [μεταμφιέζω] αλλαγή αμφίεσης, αλλαγή τής εξωτερικής εμφάνισης κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκάρεμα … Dictionary of Greek
μεταμφίεση — η το μασκάρεμα: Η μεταμφίεσή του ήταν πρωτότυπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)